Home > Όροι > Macedonian (MK) > шминка

шминка

Козметички производи, како пудра, кармин итн.., нанесени на лицето за да го подобрат неговиот изглед.

(http://www.thefreedictionary.com/make-up)

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Make up
  • Κλάδος/Τομέας: Ομορφιά
  • Category: Skin care
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

Bay Laurel

Види ловоров лист

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blogs

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 76 Όροι

15 Hottest New Cars For 2014

Κατηγορία: Autos   1 5 Όροι