Contributors in Legal aid (criminal)

Legal aid (criminal)

αθώωση

Legal services; Legal aid (criminal)

Η απαλλαγή του εναγομένου μετά την καταδικαστική απόφαση δεν είναι απόφαση.

παράδοση από απαγορευτικού

Legal services; Legal aid (criminal)

Παράδοση ένας φυλακισμένος, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει με εγγύηση, σε επιμέλεια του εγγυήσεις.

τιμή null

Legal services; Legal aid (criminal)

Με καμία νομική ισχύ? χωρίς υποχρεωτική ισχύ? άκυρη.

Διοικητικό δικαστήριο

Legal services; Legal aid (criminal)

Βρετανικό δικαστήριο χειρισμό μιας αίτησης για δικαστική αναθεώρηση.

δικηγόρος

Legal services; Legal aid (criminal)

Πρόσωπο που μπορεί να παρίσταται προς εκπροσώπηση των πελατών του σε δικαστήρια κάθε βαθμού. Μέλος ενός δικηγορικού ...

περιφρόνηση του δικαστηρίου

Legal services; Legal aid (criminal)

Συνειδητή απείθεια προς το δικαστήριο και την όλη δικαστική διαδικασία, π.χ. μη εμφάνιση του μάρτυρα που έχει κληθεί, χωρίς ενημέρωση του δικαστηρίου. ...

τεκμήριο, σχετικό

Legal services; Legal aid (criminal)

Αποδεικτικό μέσο που χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Teresa's gloss of linguistics

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 2 Όροι

co-working space

Κατηγορία: Business   2 3 Όροι