Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > maquillaje

maquillaje

Cosméticos, como el polvo, el labial, etc., que se aplican al rostro para mejorar su apariencia.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Make up
  • Κλάδος/Τομέας: Ομορφιά
  • Category: Skin care
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Workouts

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

越野车

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι

Liturgy

Κατηγορία: Θρησκεία   1 17 Όροι