Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
περιβάλλον ελέγχου
Λογιστική; Auditing
είναι η στάση, την ευαισθητοποίηση, και δράσεις του Συμβουλίου, διαχείριση, ιδιοκτήτες, και άλλοι σχετικά με τη σημασία του ελέγχου. Αυτό περιλαμβάνει ακεραιότητα και ηθικούς κανόνες, δέσμευση για ...
εγγραφές γενικής λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Ένα βιβλίο της αρχικής εγγραφής σε ένα σύστημα διπλής εγγραφής. Της εφημερίδας παραθέτει συναλλαγές και δηλώνει λογαριασμούς στους οποίους καταχωρούνται. Τη γενική εφημερίδα περιλαμβάνει όλες τις ...
γενικευμένη ελέγχου λογισμικού
Λογιστική; Auditing
Συσκευασμένα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιούνται σε μια ποικιλία των ηλεκτρονικών υπολογιστών κατά τις ελεγκτικές εργασίες πεδίου να διαβάσει αρχεία του υπολογιστή, επιλέξτε ...
ποσοστό του ακαθάριστου περιθωρίου
Λογιστική; Auditing
Το ακαθάριστο περιθώριο από μια δήλωση εισοδήματος δια των καθαρών εσόδων από τις πωλήσεις.
ανεπάρκεια
Λογιστική; Auditing
Ένα μειονέκτημα του εσωτερικού ελέγχου ή ευκαιρία για την ενίσχυση των εσωτερικών ελέγχων.
εκτίμηση δειγματοληψίας
Λογιστική; Auditing
δειγματοληψίας είναι να εκτιμηθεί η πραγματική αξία ενός χαρακτηριστικού πληθυσμού μέσα σε μια σειρά ανεκτό ανακρίβειας. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί