Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > General language

General language

Use this category for general terms related to languages.

Contributors in General language

General language

μετωνυμία

Γλώσσα; General language

Σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει σημασιολογική ...

ιδιόλεκτος

Γλώσσα; General language

Όρος που εκφράζει το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που συνθέτουν τον προσωπικό τρόπο έκφρασης ενός ατόμου. Μπορεί να αναφέρεται και με την ευρεία έννοια στους προσωπικούς κώδικες των ...

προφορικό τεστ

Γλώσσα; General language

Προφορική, μη γραπτή έκφραση ή μήνυμα μιας γραπτής εργασίας.

κρίσιμη πρότυπα

Γλώσσα; General language

Προσωπικά, κοινόχρηστους και ακαδημαϊκό κριτήρια για την αξιολόγηση της ποιότητας των κειμένων, προφορική, γραπτή και οπτική. Είναι η ετικέτα για περιεχομένου Standard ...

cueing συστήματα

Γλώσσα; General language

Υπάρχουν τρεις αλληλένδετους σήματα ή συστήματα που χρησιμοποιείται στη διαδικασία της ανάγνωσης: ~ σημασιολογικού (έννοια που σχετίζονται με) – σημασιολογικές υποδείξεις αναφέρεται την έννοια ...

με αποκορύφωμα την απόδοση

Γλώσσα; General language

Τελικό προϊόν/αποτέλεσμα, συνήθως αναφέρεται σε ένα τέλος-του-εξάμηνο, μάθημα-του-τέλος ή τέλος-του-high-school αξιολόγηση ...

αποκωδικοποίηση

Γλώσσα; General language

Στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για να βοηθήσει με την προφορά των άγνωστων λέξεων.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Poverty

Κατηγορία: Politics   2 20 Όροι

Disarmament

Κατηγορία: Politics   2 10 Όροι