Home > Βιομηχανία/Τομέας > Νομική; Legal services > General law

General law

Common terminology used in legal business.

Contributors in Γενική νομική

General law

δυσφημιστικό δυσφήμηση

Νομική; Γενική νομική

Όταν μια ψευδής δήλωση γίνεται (γραπτή ή εκτυπωμένο), που μπορεί να βλάψει τη φήμη ή την κατάσταση ενός προσώπου, και είναι χωρίς νομική αιτιολόγηση. ...

defeasance

Νομική; Γενική νομική

Καθιστώντας κάτι άκυρη. Την παύση ή ακύρωση ενδιαφέροντος σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται (όπως και αν μια πράξη πλήρως ή εν μέρει αρνείται κάτι σχετικά με το συμβαίνει κάποια συνθήκη. ...

αποτροπή

Νομική; Γενική νομική

Κάθε δίκαιο ή η νομοθεσία που θέσπισε πρέπει να συνδυαστεί με μια ποινή ή την τιμωρία για μη συμμόρφωσης, που θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για παραβίαση ...

deponent

Νομική; Γενική νομική

Ένα deponent είναι το πρόσωπο που δίνει η μαρτυρία του Δικαστηρίου Δικαιοσύνης ή μία που καθιστά βεβαίωση. Εναπόθεση είναι μια πράξη της δημόσιας μαρτυρία, ιδιαίτερα από τα αποδεικτικά στοιχεία που ...

απόγονος

Νομική; Γενική νομική

Ένα πρόσωπο που έχει στην απευθείας γραμμής σε ένα πρόγονο, όπως ένα παιδί, η grand παιδί, η μεγάλη grand παιδί κ.λπ. απόγονοι περιλαμβάνουν φυσικά γεννήθηκε παιδιά και νομικά εγκρίθηκε απογόνους. ...

κράτηση

Νομική; Γενική νομική

Η πράξη της διατηρώντας ένα πρόσωπο ή την περιουσία σε προσωρινή κράτηση εν αναμονή δίκης.

παραδεκτή

Νομική; Γενική νομική

Τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί νόμιμα σε ένα δικαστήριο.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Laptop brands

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 12 Όροι

Chinese Food

Κατηγορία: Food   1 22 Όροι