Home > Βιομηχανία/Τομέας > Ενέργεια > Natural gas
Natural gas
Natural gas is a naturally occurring hydrocarbon gas mixture consisting primarily of methane, with up to 20 % of other hydrocarbons as well as impurities in varying amounts such as carbon dioxide. Natural gas is widely used as an important energy source in many applications including heating buildings, generating electricity, providing heat and power to industry, as fuel for vehicles and as a chemical feedstock in the manufacture of products such as plastics and other commercially important organic chemicals.
Industry: Ενέργεια
Προσθήκη νέου όρουContributors in Φυσικό αέριο
Natural gas
δοκιμή συγκόλλησης
Ενέργεια; Φυσικό αέριο
Η διαδικασία της κοπής, ένα μέρος από μια συγκόλληση σε έναν αγωγό για τη δοκιμή ως προς την αποδοχή.
διπλά τζάμια
Ενέργεια; Φυσικό αέριο
Δύο πλακακιών του γυαλιού, συνήθως παράλληλα, με ένα διάκενο υαλοπινάκων μεταξύ, χρησιμοποιείται για να παρέχει αυξημένη μόνωση θερμική ή/και ...
αργό πετρέλαιο (αργό, ορυκτέλαια, αργό πετρέλαιο, πετρέλαιο)
Ενέργεια; Φυσικό αέριο
A geological liquid consisting of hydrocarbons and relatively small amounts of sulfur, nitrogen, and oxygen in the form of derivatives of hydrocarbons. Crude is formed under pressure from residual ...
ανακοίνωση της προτεινόμενης απόφασης (NOPR)
Ενέργεια; Φυσικό αέριο
Μια πρόταση από το FERC να αλλάξει τους κανόνες. Μερικές φορές προηγείται μια ειδοποίηση της εξεταστικής. Κανονικά απαιτεί παρατηρήσεις από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και σε ορισμένες περιπτώσεις, ...
παραγωγή αφρού
Ενέργεια; Φυσικό αέριο
Εξοπλισμός, συνήθως αποτελείται από μια γεννήτρια και σχετικού υλικού για την παραγωγή αφρού για ελέγχου πυρκαγιάς είναι ιδιαίτερα αναγκαία για LNG ...
πίεση, ατμοσφαιρική
Ενέργεια; Φυσικό αέριο
The pressure due to the weight of the atmosphere (air and water vapor) on the earth's surface. The average atmospheric pressure at sea level (for scientific purposes) has been defined at 14.696 ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί