Home > Βιομηχανία/Τομέας > Eyewear; Υγεία > Optometry

Optometry

A health care profession concerned with eyes and related structures, as well as vision, visual systems, and vision information processing in humans. The practice of eye and vision care.

Contributors in Optometry

Optometry

ανώτερος

Eyewear; Optometry

Άνω, όπως και του άνω βλεφάρου.

καταστολή

Eyewear; Optometry

Η αδυναμία να αντιληφθεί το σύνολο ή μέρος των αντικειμένων στο οπτικό πεδίο του ενός ματιού.

πυρηνική σκλήρυνση

Eyewear; Optometry

Κοινώς γνωστό ως καταρράκτη. Πυρηνική σκλήρυνση είναι μια αδιαφάνεια ή θόλωση του φυσικού φακού κρυσταλλική που μπορεί να αποτρέψει μια σαφή εικόνα από τη διαμόρφωση στον αμφιβληστροειδή. Καταρράκτης ...

τοπογραφία κερατοειδούς

Eyewear; Optometry

Μια διαδικασία χαρτογράφησης τα στοιχεία επιφάνεια του κερατοειδούς με ένα συνδυασμό μοναδική φωτογραφική μηχανή/υπολογιστή. ...

Συμβουλίου για τη διασφάλιση ποιότητας της διαθλαστικής χειρουργικής (CRSQA)

Eyewear; Optometry

Μια οργάνωση όχι για κέρδος καταναλωτή/ασθενούς που πιστοποιεί χειρούργων διαθλαστικής βασίζεται σε αποτελέσματα της διαθλαστικής χειρουργικής και εκπαιδεύει το κοινό σχετικά με τα θέματα της ...

ανασταλτικός σύνδεσμος του φακού

Eyewear; Optometry

Μια σειρά από ίνες που συνδέουν το ακτινωτό σώμα του ματιού με το φακό του, κατέχει στη θέση.

νυσταγμός

Eyewear; Optometry

Μια γρήγορη, επαναληπτική, ακούσια κίνηση ή την περιστροφή της μάτια.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

South African Politicians

Κατηγορία: Politics   2 4 Όροι

TechTerms

Κατηγορία: Τεχνολογία   3 1 Όροι