Home > Βιομηχανία/Τομέας > Τραπεζική > Personal banking
Personal banking
Referring to the business when banks carry out transactions with customers directly, rather than with other banking institutions or with large corporations.
Industry: Τραπεζική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Personal banking
Personal banking
οver-the-counter (OTC) ή εξωχρηματιστηριακός
Τραπεζική; Personal banking
Αγορές και πωλήσεις χρηματοπιστωτικών μέσων που δεν λαμβάνουν μέρος σε σε μια κεντρική, επίσημη αγορά, όπως το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ή το Chicago Board of Trade. Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθ ...
εξασφαλισμένο δάνειο
Τραπεζική; Personal banking
Το δάνειο του οποίου η αποπληρωμή έχει ρητώς υψηλότερη προτεραιότητα από την αποπληρωμή οποιουδήποτε άλλου χρέους του ίδιου οφειλέτη. Αυτή η ρύθμιση μπορεί να προκύψει είτε από συμφωνία των ...
τιμή ζήτησης
Τραπεζική; Personal banking
Η τιμή που προτείνεται από ένα δυνητικό πωλητή κινητών αξιών. Το αντίθετο της τιμής προσφοράς.
προσφορά ή τιμή προσφοράς
Τραπεζική; Personal banking
Η τιμή πώλησης που προτείνεται από ένα δυνητικό πωλητή κινητών αξιών. Επίσης γνωστή ως επιθυμητή τιμή ...
προσφορά ή τιμή προσφοράς
Τραπεζική; Personal banking
Η τιμή αγοράς χρεογράφων που είναι αποδεκτή από έναν δυνητικό αγοραστή.
μονάδα βάσης
Τραπεζική; Personal banking
Μια μονάδα μέτρησης για επιτόκια ή αποδόσεις, που εκφράζεται ως ποσοστό. Ένα εκατοστό του ενός εκατοστού. Εκατό μονάδες βάσης ισούνται με ένα τοις ...
δικαιώματα προαίρεσης τύπου Βερμούδας
Τραπεζική; Personal banking
Τα δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να εξασκηθούν μόνο σε συγκεκριμένες ημερομηνίες πριν ή κατά την λήξη τους. Γνωστά και ως δικαιώματα προαίρεσης ημι-αμερικανικού τύπου ...