Home > Βιομηχανία/Τομέας > Electrical equipment > Power supplies
Power supplies
Industry: Electrical equipment
Προσθήκη νέου όρουContributors in Power supplies
Power supplies
σωματίδιο (υπολείμματα σωματιδίων διαστήματος)
Electrical equipment; Power supplies
Οι πηγές υπολειμμάτων σωματιδίων αεροσκάφους είναι η Γη, το διαστημόπλοιο και το περιβάλλον διαστήματος. Σωματίδια Γης είναι κυρίως η σκόνη, η άμμος και οι εξατμίσεις πυραύλου. Οι πηγές είναι ...
πολυμερής
Electrical equipment; Power supplies
Ένα συστατικό μορφοποιημένο μέσω πολυμερισμού, που οδηγεί στη χημική ένωση μονομερών ή τη συνεχή αντίδραση μεταξύ πολυμερών κατώτερου μοριακού ...
καλώδιο αδένα πλάκα
Electrical equipment; Power supplies
Αφαιρούμενη εξάρτημα του περιβόλου, που προορίζονται για τη διασφάλιση και τη σφράγιση των καλώδια, αγωγοί και σωλήνες στο σημείο εισόδου ...
Ηλεκτρικά ειδικευμένο πρόσωπο
Electrical equipment; Power supplies
Άτομο με σχετική εκπαίδευση και εμπειρία, να δίνει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους και να αποφευχθούν οι κίνδυνοι ηλεκτρικής ενέργειας που μπορεί να δημιουργήσει. ...
κύκλωμα
Electrical equipment; Power supplies
Μια κλειστή διαδρομή μέσω της οποίας ένα ηλεκτρικό ρεύμα ρέει. Κυκλώματα έχουν μια πηγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η μπαταρία ή γεννήτρια. ...
Μετατροπέας
Electrical equipment; Power supplies
Μια μηχανή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα από το ένα είδος στο άλλο.
Κουλόμπ
Electrical equipment; Power supplies
Μια μονάδα που χρησιμοποιείται για να μετρήσει το ηλεκτρικό φορτίο. Ένα coulomb είναι ίση με την ποσότητα της επιβάρυνσης που περνάει ένα σημείο σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα σε ένα δευτερόλεπτο. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί