Home > Βιομηχανία/Τομέας > Εκπαίδευση > SAT vocabulary

SAT vocabulary

Scholastic Aptitude Test (SAT) is part of the college entrance exam in the U.S. The SAT vocabulary consists of words frequently used in the SAT test.

Contributors in Λεξιλόγιο SAT

SAT vocabulary

διακοπή

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Μια αλλαγή ή κενών θέσεων όπου θέλοντας κάτι που είναι αναγκαία για την παροχή της σύνδεσης.

ομώνυμη

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Μια λέξη με ίδιο ήχο, αλλά με διαφορετική έννοια από κάποια άλλη.

homophone

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Μια λέξη με ίδιο ήχο, αλλά διαφορετική έννοια από μια άλλη.

Φιλοξενία

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

H προθυμία, η φιλική διάθεση στην υποδοχή και κυρίως στη δωρεάν παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης σε ένα ή σε περισσότερα άτομα κατά την προσωρινή τους παραμονή σε ξένο ...

η παρεμβολή

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Η εξαγωγή της αποφάσεως από οποιοδήποτε δεδομένο υλικό των γνώσεων επί του εδάφους του δικαίου.

infirmary

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Ένα χώρο για την παραλαβή ή την επεξεργασία των ασθενών.

κίνητρα

Εκπαίδευση; Λεξιλόγιο SAT

Κάτι που υποκινεί τη σκέψη ή ξυπνά τα πάθη.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Common Birth Defects

Κατηγορία: Επιστήμη   1 5 Όροι

Superpowers

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι