Home > Βιομηχανία/Τομέας > Retail > Supermarkets

Supermarkets

Terms that are in relation to the biggest kind of retail store.

Contributors in Supermarkets

Supermarkets

υπόθεση δολάριο επιστροφή

Retail; Supermarkets

Ακαθάριστο κέρδος του λιανοπωλητή υπολογίζεται με την αφαίρεση του κόστους χονδρικής πώλησης της υπόθεσης από την τιμή λιανικής για μια ...

προς τα εμπρός την αγοράσετε

Retail; Supermarkets

Μια πρακτική λιανικής πώλησης της εκμετάλλευσης προϊόντα μέχρι το τέλος της μια προώθηση να αυξήσουν τα κέρδη. Γνωστό επίσης και ως μια ...

απόδειξη της απόδοσης

Retail; Supermarkets

Θα πρέπει να δοθεί μια λιανοπωλητή πιστοποίηση ενός κατασκευαστή ότι απαιτήσεις επιδόσεων προώθησης είχαν εκπληρωθεί και επιδόματα. ...

εγγύηση καταθέσεων

Retail; Supermarkets

Μια λιανοπωλητή μετρητά καταθέσει χονδρεμπόρου για την εξασφάλιση πίστωσης.

ειδική διαφημίσεων

Retail; Supermarkets

Μια λιανοπωλητή Εφημερίδα ή ραδιοφωνικών διαφημίσεων τοποθετούνται πληροί την απαίτηση απόδοσης ενός κατασκευαστή. ...

πληρωτέοι λογαριασμοί

Retail; Supermarkets

Του λιανοπωλητή ή του χονδρεμπόρου πριν από την καταβολή λογαριασμών και τιμολόγια. τα χρήματα που οφείλονται σε πωλητές και προμηθευτές. ...

προηγούμενης εντολής παράδοσης Advance

Retail; Supermarkets

Μια λιανοπωλητή παραγγελία με ένα προμηθευτή για εποχιακή και νέα στοιχεία πριν να είναι διαθέσιμα.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Forms of government

Κατηγορία: Νομική   1 4 Όροι

2014 FIFA World Cup Teams

Κατηγορία: Σπορ   1 32 Όροι