Home > Βιομηχανία/Τομέας > Retail > Supermarkets
Supermarkets
Terms that are in relation to the biggest kind of retail store.
Industry: Retail
Προσθήκη νέου όρουContributors in Supermarkets
Supermarkets
κατάστημα τροφίμων
Retail; Supermarkets
Μια λειτουργία λιανικής πώλησης που πωλεί προϊόντα διατροφής.
Κλάση του εμπορίου
Retail; Supermarkets
Ένας οργανισμός λιανικής πώλησης που κατατάσσεται σύμφωνα με την μέθοδο του επιχειρείν, όπως ένα σούπερ μάρκετ, σούπερ-μάρκετ, superstore ή μια λέσχη ένταξη της ...
μισθωμένων τμήμα
Retail; Supermarkets
Ένα τμήμα λιανικής πώλησης που έχει μισθώσει σε, και το διαχειρίζεται, μία ξεχωριστή εταιρεία. Γνωστό επίσης και ως ένα τμήμα της δικαιόχρησης. ...
δικαιόχρησης τμήμα
Retail; Supermarkets
Ένα τμήμα λιανικής πώλησης που έχει μισθώσει σε, και το διαχειρίζεται, μία ξεχωριστή εταιρεία. Γνωστό επίσης και ως ένα τμήμα της δικαιόχρησης. ...
αλυσίδα χώρο αποθήκευσης
Retail; Supermarkets
Μια λειτουργία λιανικής μια ομάδα των 11 ή περισσότερα καταστήματα, τα οποία λειτουργούν υπό ένα παρόμοιο όνομα στο πλαίσιο μιας εταιρικής κυριότητας. ...
Αυτόματη διάταξη
Retail; Supermarkets
Μια λιανικής μέθοδος παραγγελίας που αυτόματα ανασύσταση των ίδιων παγίων στοιχείων ταχύτατες.
τμήμα εξυπηρέτησης
Retail; Supermarkets
Ένα τμήμα λιανικής πώλησης που συμπληρώνει τις παραγγελίες του πελάτη, π.χ., η υπηρεσία deli, υπηρεσία κρεάτων- υπηρεσία θαλασσινά; υπηρεσία αρτοποιίας- στο κατάστημα φαρμακείο; τμήμα της ...