Home > Όροι > Afrikaans (AF) > lang vou

lang vou

'n bladsy/vel om die lengte te vou in die rigting van die graan.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Handre Stoman
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category: Christmas

Engele

Boodskappers van God wat die herders verskyn het en aankondiging van die geboorte van Jesus.