Home > Όροι > Bengali (BN) > অনুশীলন
অনুশীলন
Process of practicing an action or activity in order to perfect it.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος Category: Καλλυντικά
টোনার
মুখমন্ডল পরিষ্কার করার নানা ব্যবস্থার মধ্যে টোনার একটি৷ এটি ক্লিনজার দিয়ে মুখ পরিষ্কার করার পর সামান্যতম ময়লা যাতে না থাকে সে ব্যাপারে নিশ্চিত ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
25 Apps That Will Save You Lots of Money
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 25 Όροι
Browers Terms By Category
- Rice science(2869)
- Genetic engineering(2618)
- General agriculture(2596)
- Agricultural programs & laws(1482)
- Animal feed(538)
- Dairy science(179)
Agriculture(10727) Terms
- Hair salons(194)
- Laundry facilities(15)
- Vetinary care(12)
- Death care products(3)
- Gyms(1)
- Portrait photography(1)
Consumer services(226) Terms
- Air conditioners(327)
- Water heaters(114)
- Washing machines & dryers(69)
- Vacuum cleaners(64)
- Coffee makers(41)
- Cooking appliances(5)
Household appliances(624) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)