Home > Όροι > Bosnian (BS) > mezomorf
mezomorf
A body type described as athletic and muscular.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος Category: Καλλυντικά
tonik za lice
Tonik je dio postupka čišćenja lica. Koristi se poslije odstranjivača šminke i čisti sve posljednje tragove nečistoće koji su možda ostali i vraća ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
absit.nomen
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Beehives and beekeeping equipment
Κατηγορία: Επιστήμη 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)
Ομορφιά(417) Terms
- Dictionaries(81869)
- Encyclopedias(14625)
- Αργκό(5701)
- Idioms(2187)
- General language(831)
- Linguistics(739)
Γλώσσα(108024) Terms
- General Finance(7677)
- Funds(1299)
- Commodity exchange(874)
- Private equity(515)
- Accountancy(421)
- Real estate investment(192)
Financial services(11765) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- Chocolate(453)
- Hard candy(22)
- Gum(14)
- Gummies(9)
- Lollies(8)
- Caramels(6)