Home > Όροι > Bosnian (BS) > ropstvo

ropstvo

A system of enforced servitude in which people are legally owned by others and in which enslaved status is transferred from parents to children.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lejla Gadzo
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

tonik za lice

Tonik je dio postupka čišćenja lica. Koristi se poslije odstranjivača šminke i čisti sve posljednje tragove nečistoće koji su možda ostali i vraća ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Creepypasta

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 16 Όροι

Traditional Romanian cuisine

Κατηγορία: Food   2 8 Όροι