Home > Όροι > Bosnian (BS) > kriminal
kriminal
Human conduct in violation of the criminal laws of a state, the federal government, or a local jurisdiction which has the power to make such laws.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits
banana
The world's most popular fruit. The most common U.S. variety is the yellow Cavendish. They are picked green and develop better flavor when ripened off ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marouane937
0
Όροι
58
Γλωσσάρια
3
Οπαδοί
The 10 Most Shocking Historical Events
Κατηγορία: Ιστορία 1 10 Όροι
Browers Terms By Category
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Lingerie(48)
- Underwear(32)
- Skirts & dresses(30)
- Coats & jackets(25)
- Trousers & shorts(22)
- Shirts(17)
Apparel(222) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- General furniture(461)
- Oriental rugs(322)
- Bedding(69)
- Curtains(52)
- Carpets(40)
- Chinese antique furniture(36)