Home > Όροι > Bosnian (BS) > kriminal
kriminal
A behavioral predisposition that disproportionately favors criminal activity.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος Category: Καλλυντικά
tonik za lice
Tonik je dio postupka čišćenja lica. Koristi se poslije odstranjivača šminke i čisti sve posljednje tragove nečistoće koji su možda ostali i vraća ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Mapping science(4042)
- Soil science(1654)
- Physical oceanography(1561)
- Geology(1407)
- Seismology(488)
- Remote sensing(446)
Earth science(10026) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)