Home > Όροι > Bosnian (BS) > mejoza

mejoza

The process of two consecutive cell divisions in the diploid progenitors of sex cells. Meiosis results in four rather than two daughter cells, each with a haploid set of chromosomes.

See also: mitosis.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

mesudj
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Events Category: Disasters

Černobil

Nesreća koja se dogodila u nuklearnoj elektrani u Černobilu 1986. godine, kada je jedan od četiri nuklearna reaktora eksplodirao, zbog čega je oko 5% ...