Home > Όροι > Bosnian (BS) > minoritet

minoritet

A subordinate group whose members have significantly less control or power over their own lives than the members of a dominant or majority group have over theirs.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Radmila Vojinovic
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Kineska Nova Godina

The most important of the traditional Chinese holidays, Chinese New Year represents the official start of the spring, beginning on the first day of ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Creepypasta

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 16 Όροι

Traditional Romanian cuisine

Κατηγορία: Food   2 8 Όροι