Created by: gath
Number of Blossarys: 1
- English (EN)
- French (FR)
- Serbian (SR)
- Italian (IT)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Romanian (RO)
- Spanish (ES)
- Chinese, Simplified (ZS)
Character (computing), a unit of information roughly corresponding to a grapheme.
Ο χαρακτήρας (στην πληροφορική), είναι μια μονάδα πληροφοριών που αντιστοιχεί περίπου σε ένα γράμμα.
It is a special character or sequence of characters signifying the end of a line of text.
Ένας ειδικός χαρακτήρας ή ακολουθία χαρακτήρων που σηματοδοτεί το τέλος μιας γραμμής κειμένου.
A statement summarizing the important points of a text.
Μια έκθεση που συνοψίζει τα σημαντικά σημεία ενός κειμένου.
IT: a reference to a certain part of a document, which includes a link to this part.
Πληροφορική: μια αναφορά σε ένα συγκεκριμένο τμήμα ενός εγγράφου, η οποία περιλαμβάνει έναν σύνδεσμο προς αυτό το μέρος.
What is required from a technical point of view.
Αυτά που απαιτούνται από τεχνική άποψη.
A committee established by a professional organization or institution to assess and ensure quality. Unlike a peer review committee, it can function on its own initiative with regard to a broad range of topics.
Μια επιτροπή που έχει συσταθεί από μια επαγγελματική οργάνωση ή ίδρυμα, για την αξιολόγηση και την εξασφάλιση της ποιότητας. Σε αντίθεση με μια ομοτίμη επιτροπή αξιολόγησης, μπορεί να λειτουργεί με δική της πρωτοβουλία σε σχέση με ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.
A book is a set or collection of written, printed, illustrated, or blank sheets, made of paper, parchment, or other various material, usually fastened together to hinge at one side.
Ένα βιβλίο είναι ένα σύνολο ή συλλογή γραπτών, έντυπων, εικονογραφημένων ή κενών φύλλων, από χαρτί, περγαμηνή, ή διάφορα άλλα υλικά, και συνήθως δένονται μαζί ώστε να πιάσουν σε μία πλευρά.
Οι υποσημειώσεις είναι σημειώσεις στο κάτω μέρος της σελίδας.
A title, short explanation, or description accompanying an illustration or a photograph.
Ένας τίτλος, σύντομη επεξήγηση, ή περιγραφή που συνοδεύει μια εικόνα ή μια φωτογραφία.
Following chronological sequence, 2 following one another without interruption; successively.
Ακολουθώντας χρονολογική σειρά, 2 ακόλουθα γεγονότα χωρίς διακοπή· αλεπάλληλα.