Home > Όροι > Croatian (HR) > anestetik

anestetik

A medication that produces a loss of sensation, either partially or completely.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Parenting
  • Category: Pregnancy
  • Company: Everyday Health
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Aida
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Basketball

mrtva lopta

(basketball term) any ball that is not live; occurs after each successful field goal or free-throw attempt, after any official's whistle or if the ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Exotic buildings in China

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι

Apples

Κατηγορία: Food   1 20 Όροι