Home > Όροι > Croatian (HR) > stope

stope

The authorized charges per unit or level of consumption for a specified time period for any of the classes of utility services provided to a customer.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Ana Levak
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

sjenilo

Kozmetički proizvod u boji koji se nanosi na očne kapke i obrvne kosti u svrhu naglašavanja. Sjenila obično dolaze u tri glavna oblika, kao sjenilo u ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Classic Cocktails You Must Try

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 10 Όροι

5 of the World’s Most Corrupt Politicians

Κατηγορία: Politics   1 5 Όροι