Home > Όροι > Croatian (HR) > transakcija

transakcija

An atomic unit of work that modifies data. A transaction encloses one or more program statements, all of which either complete or roll back. Transactions enable multiple users to access the same data concurrently.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές
  • Category: Workstations
  • Company: Sun
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marija Horvat
  • 0

    Όροι

  • 21

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Biology Category: Botany

datulja

Drvo datuljne palme iz Sjeverne Afrike, kultivirane u Kaliforniji, ima lišće poput perja i nosi nizove datulja.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sailing

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 11 Όροι

CERN (European Organization for Nuclear Research)

Κατηγορία: Επιστήμη   2 2 Όροι