Home > Όροι > Armenian (HY) > մոնոպոլիա

մոնոպոլիա

A condition where, for a particular product, one firm dominates the world or regional market.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals

տպիչ

Հարակից սարքի տեսակ, որը համակարգչային թղթի վրա կամ այլ միջոցների տեղեկատվության կողմից արտադրում է բարդ կրկնօրինակներ:

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The strangest diseases

Κατηγορία: Health   1 23 Όροι

Disney Characters

Κατηγορία: Arts   1 20 Όροι