Home > Όροι > Armenian (HY) > կապիտալ ապրանք
կապիտալ ապրանք
A good, such as a machine, that, once in place, becomes part of the capital stock.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Economy
- Category: International economics
- Company: University of Michigan
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
բանավոր հմտություններ
skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Printers(127)
- Fax machines(71)
- Copiers(48)
- Office supplies(22)
- Scanners(9)
- Projectors(3)