Home > Όροι > Armenian (HY) > ձեռնարկատեր

ձեռնարկատեր

The life and soul of the capitalist party. Somebody who has the idea and enterprise to mix together the other factors of production to produce something valuable. An entrepreneur must be willing to take a risk in pursuit of a profit.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Economy
  • Category: Economics
  • Company: The Economist
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Isanyan
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μόδα Category: Μάρκες & ετικέτες

Վիկտորիաս Սիքրեթ

A US retailer of premium quality women's fashion wear, lingerie and beauty products. Victoria's Secret is known for its annual fashion runway show, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most successful child star

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 5 Όροι

Reach for the Moon

Κατηγορία: Other   2 8 Όροι