Home > Όροι > Armenian (HY) > նստվածք

նստվածք

Սև նյուրթ, որը հիմնականում պարունակում է ածխածնի մասնիկներ և գոյացել է թերի այրումից

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: General Glossary
  • Κλάδος/Τομέας: General
  • Category: Miscellaneous
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Lianna Stepanyan
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 35

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υπολογιστές Category: PC peripherals

տպիչ

Հարակից սարքի տեսակ, որը համակարգչային թղթի վրա կամ այլ միջոցների տեղեկատվության կողմից արտադրում է բարդ կրկնօրինակներ:

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Moon

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 8 Όροι

Tools

Κατηγορία: General   1 5 Όροι