Home > Βιομηχανία/Τομέας > Travel
Travel
Related to the process of embarking on a journey from one place to another.
0Categories 7388Όροι
Προσθέστε έναν νέο όροContributors in Travel
Travel >
συνασφάλιση
Insurance; Commercial insurance
Ο όρος μιας πολιτικής ασφαλιστικής εταιρείας που προβλέπει ότι η ασφαλιστιή εταιρεία και ο ασφαλισμένος θα μοιρασθούν μεταξύτ ους οιαδήποτε απώλεια που καλύπτεται από την πολιτική ...
τρέχουσα αξία ρεσυτού
Insurance; Commercial insurance
Η σωστή ή λογική τιμή για την οποία ένα αντικείμενο μπορεί να πουληθεί στην αγορά στις τρέχουσες επιχειρήσεις και όχι με καταναγκαστική ...
απόδοση πάνω στο πλεόνασμα του ασφαλιστικού πράκτορα
Insurance; Life insurance
Το ποσό του εισοδήματος μετά τον φόρο κια μη πραγματοποιημένα κέρδη κεφαλαίου στο πλεόνασμα του ασφαλιστικού φορέα του προηγούμενου και τωρινού χρόνου, εκφραζόμενο σε ποσοστά. Η ...
ιστού·
Υγεία; Women’s health
Ένας τύπος ιστούς που υποστηρίζει άλλων ιστών και τους συνδέει. Ιστού· παρέχει υποστήριξη στο ...
τριγλυκεριδίων
Υγεία; Women’s health
Ένας τύπος λίπους στην ροή αίματος και λιπώδη ιστό. Υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων (πάνω από 200) μπορεί να συμβάλει στην σκλήρυνση και η απομόνωση των ...
εναλλακτικό IMS
Software; Globalization software service
Σε ένα περιβάλλον Extended ανάκτησης διευκόλυνσης (XRF), το IMS που παρακολουθεί την ενεργό IMS και αναλαμβάνει παραγωγής εργασίας όταν αποτύχει η ενεργή IMS. Δείτε επίσης ενεργό ...
σημείο αγκύρωσης ρίζας (RAP)
Software; Globalization software service
Σε ένα HDAM DE βάση δεδομένων ή, ένα δείκτη στην αρχή της κάθε φυσική μπλοκ που οδηγεί σε ένα ριζικό τμήμα που ανήκει σε αυτό το ...