Home > Όροι > Georgian (KA) > იმპლანტანტი
იმპლანტანტი
A procedure where portions of artery or vein from one area of the patient's body are used to reroute blood around a blockage in another area.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Ποτά Category: Distilled liquor
კოქტეილი
სასმელი, რომელშიც გაერთიანებულია სხვადასხვა ალკოჰოლი
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Rice science(2869)
- Genetic engineering(2618)
- General agriculture(2596)
- Agricultural programs & laws(1482)
- Animal feed(538)
- Dairy science(179)