Home > Όροι > Kazakh (KK) > майлағыш
майлағыш
Any substance used to separate two surfaces in motion and reduce the friction or wear of the surfaces.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Machine tools
- Category: Bearings
- Company: Timken
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
оқу өнімі
End result of a process of learning; what one has learned.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
Best TV Shows 2013/2014 Season
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 2 6 Όροι
Browers Terms By Category
- Muscular(158)
- Brain(145)
- Human body(144)
- Developmental anatomy(72)
- Nervous system(57)
- Arteries(53)
Anatomy(873) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Osteopathy(423)
- Acupuncture(18)
- Alternative psychotherapy(17)
- Ayurveda(9)
- Homeopathy(7)
- Naturopathy(3)
Alternative therapy(489) Terms
- Biochemistry(4818)
- Molecular biology(4701)
- Microbiology(1476)
- Ecology(1425)
- Toxicology(1415)
- Cell biology(1236)