Home > Όροι > Kazakh (KK) > майлағыш

майлағыш

Any substance used to separate two surfaces in motion and reduce the friction or wear of the surfaces.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Machine tools
  • Category: Bearings
  • Company: Timken
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

оқу өнімі

End result of a process of learning; what one has learned.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best TV Shows 2013/2014 Season

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 6 Όροι

Presidents of India

Κατηγορία: Politics   1 3 Όροι