Home > Όροι > Kazakh (KK) > ереуіл

ереуіл

A temporary stoppage of work by a group of workers (not necessarily union members) to express a grievance or enforce a demand. A strike is initiated by the workers of an establishment.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mankent
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 5

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Diet

AdvoCare

AdvoCare International is a company that sells energy drink, skin-care and weight-loss products. In 2009, it became the official sponsor of the ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Mobile phone

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 8 Όροι

Joiner Hardware in Relation to Timber Doors and Windows

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι