Home > Όροι > Macedonian (MK) > крвен притисок
крвен притисок
The force exerted by the heart in pumping blood; the pressure of blood in the arteries.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Organic chemistry(2762)
- Toxicology(1415)
- General chemistry(1367)
- Inorganic chemistry(1014)
- Atmospheric chemistry(558)
- Analytical chemistry(530)
Chemistry(8305) Terms
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)
Communication(251) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)