Home > Όροι > Macedonian (MK) > побарувачка

побарувачка

Willingness and ability to purchase goods and services.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Kristina Ivanovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

аортална валвула

The aortic valve is the heart's main doorway between the left ventricle and the aorta. The aortic valve can be affected by a range of problems that ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Sleep disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι

Smoothies

Κατηγορία: Food   1 4 Όροι