Home > Όροι > Macedonian (MK) > езеро

езеро

A body of relatively still fresh or salt water of considerable size, localized in a basin that is surrounded by land. Lakes are inland and not part of the ocean, and are larger and deeper than ponds.

Lakes can be contrasted with rivers or streams, which are usually flowing. However most lakes are fed and drained by rivers and streams. Natural lakes are generally found in mountainous areas, rift zones, and areas with ongoing glaciation.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Water bodies
  • Category: Lakes
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragana Todorovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

цвет

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Wind

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 18 Όροι

Financial Crisis

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι