Home > Όροι > Macedonian (MK) > светлина

светлина

Терминот опишува чај, кој произведува слаба инфузија.

0
  • Μέρος του λόγου: adjective
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα
  • Category: Tea
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

акнестис

Делот од телото, кои не може да го досегнете(да го почешате), обично просторот помеѓу плешките.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Popular Cooking TV Show

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   4 7 Όροι

Essential English Idioms - Advanced

Κατηγορία: Languages   1 21 Όροι

Browers Terms By Category