Home > Όροι > Macedonian (MK) > Бришење

Бришење

1. Уништи крајно,трајно; избришe.

2. Причина да стане невидлив или неопределе, искоренето

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ane.red
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Pageantry

Тереза Скенлан

The winner of the 2011 Miss America pageant. Scanlan, A 17-year-old and recent high school graduate from the western Nebraska town of Gering captured ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Expensive Desserts

Κατηγορία: Food   2 6 Όροι

Famous and Most Dangerous Volcanos

Κατηγορία: Γεωγραφία   1 5 Όροι