Home > Όροι > Macedonian (MK) > мирисен

мирисен

Pertaining to olfaction, or the sense of smell.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Anatomy
  • Category: Developmental anatomy
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Karakusheva
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication

делтиологија

Делтиологијата се однесува на собирањето и проучувањето на разгледници, најчесто како хоби.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

My favorite Hollywood actresses

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 5 Όροι

Microsoft

Κατηγορία: Animals   3 6 Όροι