Home > Όροι > Macedonian (MK) > кожа
кожа
V. To remove the skin of food before or after cooking. Skinning is done for a variety of reasons including appearance, taste and diet. Foods that are often skinned include poultry, fish and game.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Culinary arts
- Category: Cooking
- Company: Barrons Educational Series
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
задоволувачка ајкула
Задоволувачката ајкула е вторта по големина ајкула, која живее во водите на Источно-Северен Пацифик. Задоволувачката ајкула го доби своето име, ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)
Railways(471) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)