Home > Όροι > Macedonian (MK) > агенција
агенција
Commercial organisation that provides a set of services in architecture. It oftens gathers several architects.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): workshop_₀, workshop_₀
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Бренд Пери
The Band Perry is a country music group, made up of three siblings: Kimberly Perry (guitarist, pianist), Reid Perry (bass guitarist), and Neil Perry ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)
Αστρολογία(850) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)