Home > Όροι > Macedonian (MK) > нацрт
нацрт
The act of working out the form of something (as by making a sketch or outline or plan).
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary: Architecture contemporaine
- Κλάδος/Τομέας: Architecture
- Category: Architecture contemporaine
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Health insurance(1657)
- Medicare & Medicaid(969)
- Life insurance(359)
- General insurance(50)
- Commercial insurance(4)
- Travel insurance(1)
Insurance(3040) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Air conditioners(327)
- Water heaters(114)
- Washing machines & dryers(69)
- Vacuum cleaners(64)
- Coffee makers(41)
- Cooking appliances(5)