Home > Όροι > Macedonian (MK) > заостанување

заостанување

The delay that occurs before an instrument needle attains a stable indication.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Aviation
  • Category: Aircraft
  • Company: FAA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Karakusheva
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication

делтиологија

Делтиологијата се однесува на собирањето и проучувањето на разгледници, најчесто како хоби.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Brutal Torture Technique

Κατηγορία: Ιστορία   1 7 Όροι

Russian Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   2 20 Όροι

Browers Terms By Category