Home > Όροι > Macedonian (MK) > локален анестетик

локален анестетик

A substance used to temporarily block nerve sensation in the area to which it is applied.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tourism & hospitality Category: Tourist attractions

Меденица

Највисок врв на планината Бистра, со висина од 2163 метри. Познат по изобилие на планински чај, кој најчесто се наоѓа на висорамнината под самиот ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hairstyles

Κατηγορία: Μόδα   1 1 Όροι

Retirement

Κατηγορία: Other   1 21 Όροι