Home > Όροι > Macedonian (MK) > долгорочна инвестиција

долгорочна инвестиција

In accounting, an investment whose duration is at least one year.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Software
  • Category: ERP
  • Company: SAP
  • Προϊόν: SAP Business One
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Unofficial holidays

Големиот американски Smokeout

Гледано секоја година од 1977 година, големиот американски Smokeout се одвива на третиот четврток од ноември. Спонзорирано од Американското здружение ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

EMA, SmPC and PIL terms in EN, FI

Κατηγορία: Επιστήμη   2 4 Όροι

Notorious Gangs

Κατηγορία: Other   2 9 Όροι