Home > Όροι > Macedonian (MK) > Бришење

Бришење

1. Уништи крајно,трајно; избришe.

2. Причина да стане невидлив или неопределе, искоренето

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragana Todorovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

цвет

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Places to visit in Thane

Κατηγορία: Travel   1 2 Όροι

I Got 99 Problems But A Stitch Ain't One.

Κατηγορία: Μόδα   2 9 Όροι