Home > Όροι > Macedonian (MK) > октан
октан
Measure of a fuel’s resistance to self-ignition (see ‘Knock’)
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biotechnology; Ενέργεια
- Category: Biofuel
- Company: Grist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
коксални жлезди
На екскреторни органи на аркинидите, кај пајаците лоцирани спроти коксај на првата и третата нога, кои собираат отпад во сакул и ги празнат нив преку ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Μυθιστόρημα(910)
- General literature(746)
- Poetry(598)
- Chilldren's literature(212)
- Bestsellers(135)
- Διηγήματα(127)
Λογοτεχνία(3109) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Poker(470)
- Chess(315)
- Bingo(205)
- Consoles(165)
- Παιχνίδα Υπολογιστή(126)
- Gaming accessories(9)
Παιχνίδια(1301) Terms
- Festivals(20)
- Religious holidays(17)
- National holidays(9)
- Observances(6)
- Unofficial holidays(6)
- International holidays(5)