Home > Όροι > Macedonian (MK) > прекурзорна клетка
прекурзорна клетка
General term for cell without self-renewal ability that contributes to tissue formation. In some cases it generates tissue stem cells.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α): ancestor cell_₀
- Blossary: Stem cell terms
- Κλάδος/Τομέας: Medical
- Category: Stem cell research
- Company: EuroStemCell
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)