Home > Όροι > Macedonian (MK) > отрови

отрови

A toxin is a chemical compound from one organism that is harmful to another organism.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Climate change
  • Company: BBC
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Χριστιανισμός

Света Петка е месност и црква на приближно 7 километри од Галичник. Секој 19-ти Август (Преображение Христово) се оди на мала прошетка и ручек бо ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Spots For Your 2014 Camping List

Κατηγορία: Travel   1 9 Όροι

Mobile phone

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 8 Όροι