Home > Βιομηχανία/Τομέας > Aviation > Airport
Airport
A station, usually consisting of buildings, airfields and runways, used to provide a place for aircraft to take off and land as well as to house commercial services for passengers and on-board staff.
Industry: Aviation
Προσθήκη νέου όρουContributors in Airport
Airport
μείωση κατακόρυφου διαχωρισμού ελάχιστο (RVSM)
Aviation; Air traffic control
Η εφαρμογή των 1000-ft κατακόρυφου διαχωρισμού σε και παραπάνω FL 290 μεταξύ RVSM βεβαίωση της αεροσκάφη που κυκλοφορούν σε καθορισμένο εναέριου ...
No-παρανομία ζώνης (NTZ)
Aviation; Air traffic control
Διαδρόμου της εναέριο χώρο καθορισμένων διαστάσεων, που βρίσκεται κεντρικά μεταξύ τα δύο centrelines διάδρομο εκτεταμένη, όταν απαιτείται παρέμβαση ελεγκτή για περιθώριο χειρισμών της αεροσκάφη ...
λειτουργίας παρατυπία
Aviation; Air traffic control
Μια κατάσταση που προκύπτει όταν ATS γίνονται υπό τον όρο και όταν μια προκαταρκτική έρευνα δείχνει ότι ασφάλειας μπορεί να έχουν έχει απειληθεί, λιγότερο από ό, τι ενδέχεται να υπήρχε η ελάχιστη ...
δείτε και την αποφυγή
Aviation; Air traffic control
Μια παράσταση που αφορούν μια έννοια σύμφωνα με την οποία οι πιλότοι των αεροπλάνων που φέρουν στην οπτική μετεωρολογικές συνθήκες (VMC), ανεξάρτητα από τον τύπο του σχεδίου πτήσης (FP), είναι ...
κύριο μέσο επικοινωνίας
Aviation; Air traffic control
Τα μέσα επικοινωνίας που κανονικά πρέπει επίσης να εγκριθούν και από σταθμούς της αεροσκάφη και το έδαφος ως μια πρώτη επιλογή, εφόσον υπάρχουν εναλλακτικά μέσα επικοινωνίας. ...
ζώνη touchdown (TDZ)
Aviation; Air traffic control
Η πρώτη 3000 ft του διαδρόμου ή το πρώτο τρίτο του διαδρόμου, όποιο είναι μικρότερο, μετρούμενο από το κατώτατο όριο προς την κατεύθυνση της εκφόρτωσης. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
dnatalia
0
Όροι
60
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί